ρυακόφιλος

ρυακόφιλος
ο, Ν
ζωολ. γένος καλοβατικών πτηνών τής Ευρώπης και τής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhyacophila (< ρύαξ, -ακος + φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”